- ἐνοικίδιος
- ἐνοικ-ίδιος, ον, or α, ον,A domestic,
ὄρνιθες Poll.10.156
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄρνιθες Poll.10.156
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενοικίδιος — ἐνοικίδιος, ον και ἐνοικίδιος, ία, ον (AM) [οικίδιος] αυτός που βρίσκεται μέσα στην οικία, οικιακός, κατοικίδιος … Dictionary of Greek
ἐνοικίδιος — domestic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικιδίοισι — ἐνοικίδιος domestic masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικιδίου — ἐνοικίδιος domestic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικιδίων — ἐνοικίδιος domestic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικίδια — ἐνοικίδιος domestic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικίδιοι — ἐνοικίδιος domestic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)